- καλλίκτιτος
- καλλίκτιτος, -ον (Α)ο οικοδομημένος καλά, ο καλοχτισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ιερό-κτιτος, νεό-κτιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίκτιτον — καλλίκτιτος beautifully built masc/fem acc sg καλλίκτιτος beautifully built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)